- ἀπόκλεισε
- ἀποκλείωshut off fromaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σερτώριος Κόιντος — (Quintus Sertorius). Ρωμαίος στρατηγός (123 72 π.Χ.). Πολέμησε για πρώτη φορά εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων στο Οράνζ, κάτω από τις διαταγές του Σερβίλιου Καιπίωνα και το 102 π.Χ. κατόρθωσε να μπει ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek
Σινιάβιν, Δημήτριος — Ρώσος ναύαρχος, αρχηγός των ρωσικών δυνάμεων της Μεσογείου κατά τους Ναπολεόντειους Πόλεμους. Έπεισε τους Επτανήσιους να κηρύξει η «Ιόνιος πολιτεία» τον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα και του Σουλτάνου. Ξεσήκωσε επίσης τους κάτοικους της Ύδρας, δεν… … Dictionary of Greek
ακοινώνητος — η, ο 1. αυτός που αποφεύγει τις συναναστροφές: Ζούσε ακοινώνητος σ ένα σπιτάκι έξω από το χωριό. 2. αυτός που δε μεταλαβαίνει ή που η εκκλησία απόκλεισε από την αγία μετάληψη: Έχει κλείσει χρόνο ακοινώνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκλείω — και αποκλείνω εισα, είστηκα, εισμένος 1. περιορίζω, μπλοκάρω, απαγορεύω: Η περιοχή αποκλείστηκε από τα χιόνια. 2. δε συμπεριλαβαίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σ άλλους: Αποκλείστηκαν από τις εξετάσεις όσοι δεν υπόβαλαν εμπρόθεσμα τα σχετικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)